ανισορροπώ

ανισορροπώ
(-έω)
1. (μτβ.) προκαλώ, επιφέρω ανισορροπία
2. (αμτβ.) έχω χάσει την ισορροπία μου, κλονίζομαι
3. μτφ. είμαι ανισόρροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανισορρόπηση — η έλλειψη ισορρόπησης, ανισορροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανισορροπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”